|
Πρωί στο κελί του Τιμίου Σταύρου του γέροντα Παίσιου,
κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα.
Τρίτη μέρα της Σαρακοστής.
Εϊμαστε εξω στο σκεπαστό κι ό γέροντας βράζει γάλα
στο καμινέτο, πάνω σ' ένα κούτσουρο.
Παραδίπλα είναι, πλαγιασμένα στα χόρτα, τα δυό
παιδιά του Γιάννη, πού ανεβήκαμε μαζί στο Άγιονόρος — ό Γιάννης κάθεται μόνος
του, απέναντι στο βράχο.
Πιο εδώ είναι δύο επισκέπτες, κι αυτοί από τη
Θεσσαλονίκη. Στέκονται όρθιοι, ακουμπώντας στην καστανιά. Πενηντάρηδες κι οι
δύο, χλωμοί, στρυφνοί. Φαίνονται να είναι από κάποια παρεκκλησιαστική οργάνωση,
γιατί κοιτάζουνε αυστηρά, κάπως επιτιμητικά τον γέροντα και σχολιάζουνε μεταξύ
τους χαμηλόφωνα.
Τα παιδιά παίζουνε, κάνουνε φασαρία — οπότε
γυρίζει ό Παισιος και τα λέει ήρεμα:
«Μην κάνετε θόρυβο, γιατί εδώ δίπλα, κάτω απ'
το χώμα, είναι κρυμμένοι Αμερικάνοι και θα ξυπνήσουν και θα 'ρθουν να μας
χαλάσουν τήν ησυχία μας».
Τα παιδιά σταματούνε, σωπαίνουνε παραξενεμένα.
Ό Γιάννης, απέναντι, γέρνει πλάγια στο βράχο, πάνω
στο σάκο του. Ανάβει τσιγάρο.
Οι δύο επισκέπτες, πού φαίνονται σκληροί
εύσεβιστές, συνεχίζουν να βλέπουν με αποδοκιμασία τον γέροντα πού προσέχει να μη
φουσκώσει και χυθεί το γάλα. Ώσπου ό ένας δεν αντέχει και λέει στον καλόγερο:
«Γέροντα Παίσιε, είμαστε στις πρώτες μέρες
της Σαρακοστής, έχουμε αυστηρή νηστεία, κι εσύ βράζεις να πιεις γάλα;»
Ό γέροντας σωπαίνει. Δεν απαντάει. Πιάνει και
κατεβάζει το κατσαρόλι, γιατί το γάλα έβρασε. Μετά πάει στο κελί, φέρνει έξι
μικρά, παλιά, πορσελάνινα φλιτζανάκια, τα βάζει μερακλίδικα στη σειρά κι
αδειάζει με προσοχή το γάλα μέσα σ' αυτά. Περιμένει λίγο να κρυώσει, ενώ όλοι
τον κοιτάζουμε με απορία, σιωπηλοί. Οι δυο εύσεβιστές τα βλέπουνε όλα αυτά με
αποστροφή, γιατί σκέφτονται αφού είμαστε όλοι εδώ οι επισκέπτες, έξι και τα
φλιτζανάκια, άρα σ' αυτούς θα τολμήσει ο καλόγερος να προσφέρει γάλα, τέτοιες
μέρες της νηστείας.
Ο γέροντας Πάίσιος παίρνει τα γεμάτα φλιτζανάκια ένα-ένα,
τα βάζει σ’ ενα ξύλινο δίσκο, τα κουβαλάει και τ' αφήνει σε απόσταση εφτά
μέτρων, στο χώμα, στην άκρη ενός θάμνου.
Τα’ακουμπάει όλα εκεί, στη σειρά, έπειτα έρχεται,
κάθεται δίπλα μας αρχίζει να κάνει με το στόμα του κάτι σιγανά, παράξενα
σφυρίγματα, κοιτάζοντας προς τους θάμνους.
Δεν περνούνε λίγα λεπτά, και πιο εκεί, μέσα από τα
τσαλιά, βγαίνει πολύ προσεκτικά μια οχιά και ύστερα πέντε μικρά φιδάκια — τα
παιδιά της.
Κρατάω την αναπνοή μου…...
Τα : φίδια έρχονται, πλησιάζουν όλα, ένα-ένα,
σέρνοντας, περνούνε δίπλα πάνε σιγά-σιγά στα φλιτζανάκια, κι αρχίζουν ήρεμα να
πίνουν, να ροφούνε το πρωινό γάλα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου